μοναδισμός

μοναδισμός
ο (Α μοναδισμός)
νεοελλ.
φιλοσοφικό σύστημα το οποίο δέχεται ότι το Σύμπαν αποτελείται από μονάδες
αρχ.
σχηματισμός μονάδων ή σχηματισμός από μονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονάς, -άδος + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοναδισμόν — μοναδισμός formation of monads masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”